- περιδίω
- Α(επικ. τ. τού περιδείδω) φοβούμαι, ανησυχώ πολύ (α. «περὶ γὰρ δίε νηυσὶν Ἀχαιῶν» β. «περὶ γὰρ δίε ποιμένι λαῶν μή τι πάθοι», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + δίω, επικ. τ. τού δείδω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.